- κατάρτισμα
- κατάρτ-ισμα, ατος, τό,A finished product, Gloss.(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατάρτισμα — το (Α κατάρτισμα) [καταρτίζω] νεοελλ. κατάρτιση* αρχ. τελειοποιημένο προϊόν … Dictionary of Greek